ποτίστασις

ποτίστασις
και ποίστασις, -άσιος, ἡ, Α
(δωρ. τ.)
1. αποδοχή, παραδοχή
2. φρ. «ἐκ ποτιστάσιος δίκη» — δίκη που διεξάγεται από πρόσωπα τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά από τους διαδίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί* / ποι, τ. ισοδύναμοι τού πρός + στάσις (< ἵστημι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποίστασις — άσιος, ἁ, Α βλ. ποτίστασις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”